λάχνη

λάχνη
η (Α λάχνη)
το πρώτο λεπτό τρίχωμα νέου άνδρα, το χνούδι («ὅτε λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον», Πίνδ.)
νεοελλ.
στον πληθ. οι λάχνες
ανατ. μικρές λεπτές αγγειοφόρες προεξοχές που αυξάνουν το εμβαδόν τής επιφάνειας ενός υμένα, όπως είναι το χόριο τού εμβρυϊκού σάκου τών θηλαστικών και ο βλεννογόνος τού λεπτού εντέρου («εντερικές λάχνες»)
αρχ.
1. τρίχωμα ζώου («σπάσασα κτησίου βοτοῡ λάχνην», Σοφ.)
2. χνουδωτή επιφάνεια υφάσματος
3. μτφ. το φύλλωμα
4. στον πληθ. αἱ λάχναι
τα αγκάθια τού σώματος τού ακανθόχοιρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λάχνη < *λακ-σν- < Fλακ-σνᾶ), που ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *wl·k- (παρεκτεταμένη με ουρανικό -κ- μορφή) τής ΙΕ ρίζας* wel- «μαλλί, τρίχες, χόρτο» και συνδέεται με ιρανικές και σλαβ. λ. με σημ. «τρίχες, μαλλιά» (πρβλ. αβεστ. varәsa-, νεοπερσ. gurs, αρχ. σλαβ. vlasŭ, ρωσ. volos)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λάχνη — soft woolly hair fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχνῃ — λάχνη soft woolly hair fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχναι — λάχνη soft woolly hair fem nom/voc pl λάχνᾱͅ , λάχνη soft woolly hair fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχναις — λάχνη soft woolly hair fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχνην — λάχνη soft woolly hair fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχνης — λάχνη soft woolly hair fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχνῃσι — λάχνη soft woolly hair fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχνος — (I) λάχνος, ὁ (Α) λάχνη*, χνούδι, τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού λάχνη]. (II) λάχνος, ὁ (Α) λαίμαργος, αδηφάγος. (III) ο ζωολ. γένος εντόμων τής οικογένειας aphididae …   Dictionary of Greek

  • λάχνᾳ — λάχναι , λάχνη soft woolly hair fem nom/voc pl λάχνᾱͅ , λάχνη soft woolly hair fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • волокно — укр. волокно, болг. влакно, сербохорв. влакно, словен. vlakno, чеш., слвц. vlakno, польск. wɫokno, в. луж. wɫokno, н. луж. ɫokno; см. Торбьёрнссон 1, 104. Считается родственным др. инд. valkam, valkas лыко , др. англ. wloh волокно, клочок ; см.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”